εὐτήκτου

εὐτήκτου
εὔτηκτος
easily melted
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ευτηξία — η (Α εὐτηξία) [εύτηκτος] η ιδιότητα τού ευτήκτου, το να λειώνει κάτι εύκολα …   Dictionary of Greek

  • βολφράμιο ή τουνγκστένιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο W. Ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στη 2η υποομάδα και έχει ατομικό αριθμό 74. Μέχρι το 1961, το στοιχείο αυτό ονομαζόταν και τουνγκστένιο, αλλά η ονομασία αυτή διατηρήθηκε μόνο για το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”